ἀστρίων

ἀστρίων
ἄστριον
architectural ornament
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… …   Dictionary of Greek

  • λαβραδορίτης — Ορυκτό, γνωστό και με την ονομασία λαβραδόριο. Πρόκειται για αργιλοπυριτικό άλας ασβεστίου και νατρίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα των αστρίων και, ειδικότερα, στην ομάδα των πλαγιοκλάστων. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα σχηματίζοντας… …   Dictionary of Greek

  • ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… …   Dictionary of Greek

  • αρκόζης — Είδος χονδρόκοκκου ψαμμίτη με αστρίους. Σχεδόν πάντα είναι στέρεα συγκολλημένος και αποτελείται από θραύσματα ορυκτών, κυρίως χαλαζία και αστρίων, που προέρχονται από την εξαλλοίωση της επιφάνειας γρανιτικών πετρωμάτων. Οι παράγοντες που… …   Dictionary of Greek

  • καολινίωση — Η αλλοίωση των κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων (γρανίτες κλπ.) που προκαλείται από τη χημική αποσάθρωση των αστρίων και οφείλεται στην κυκλοφορία θερμών υδάτων (όξινα διαλύματα). Η κ. είναι συνήθως επιφανειακή· πολλές φορές, όμως, προχωρεί σε… …   Dictionary of Greek

  • αλβίτης — Ορυκτό με ανοιχτό χρώμα, που ορίζεται χημικά ως πυριτικό άλας του αργιλίου και νατρίου· ο χημικός του τύπος είναι NaAl Si3O8. Αποτελεί τον πιο όξινο τύπο και συνεπώς το πιο πλούσιο σε πυρίτιο ορυκτό της σειράς των πλαγιοκλάστων (που είναι… …   Dictionary of Greek

  • κελσιανός — ο (ορυκτ.) σπάνιο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού βαρίου που ανήκει στην ομάδα τών αστρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. celsian (πιθ. από το όνομα τού Σουηδού αστρονόμου Anders Celsius)] …   Dictionary of Greek

  • λευκίτης — Πυριτικό ορυκτό του καλίου και του αργιλίου με χημικό τύπο KAlSi2O6, το οποίο ανήκει στην ομάδα των αστρίων. Μακροσκοπικά εμφανίζεται με κρυστάλλους του κυβικού συστήματος, εικοσιτετραεδρικού σχήματος, μορφή την οποία αποκτά κατά τη στιγμή του… …   Dictionary of Greek

  • μικροκλινής — ο (ορυκτολ.) πολύ διαδεδομένο ορυκτό τής ομάδας τών αστρίων, το οποίο αποτελεί μορφή τού αργιλοπυριτικού καλίου και απαντά σε υφαιστειακά πετρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microcline < micro (βλ. μικρ[ο] ) + cline (< κλινής)] …   Dictionary of Greek

  • μικροπερθίτης — ο (ορυκτ.) μικροσκοπική ποικιλία περθίτη που αποτελείται από συμφύσεις καλιούχων και νατριούχων αστρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microperthite (βλ. μικρ[ο] )] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”